αστραπαίος

αστραπαίος
ἀστραπαῑος, -α, -ον (Α) [αστραπή]
1. αυτός που ρίχνει τις αστραπές («Ζεὺς ἀστραπαῑος»)
2. αυτός που συνοδεύεται από αστραπές («ἄνεμος ἀστραπαῑος», «τὰ ἀστραπαῑα τῶν ὑδάτων»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀστραπαίοις — ἀστραπαῖος of lightning masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστραπαίου — ἀστραπαῖος of lightning masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστραπαίους — ἀστραπαῖος of lightning masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστραπαίῳ — ἀστραπαῖος of lightning masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστραπαίας — ἀστραπαίᾱς , ἀστραπαῖος of lightning fem acc pl ἀστραπαίᾱς , ἀστραπαῖος of lightning fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Зевс — У слова «Зевс» есть и другие значения: см. Зевс (значения). Зевс …   Википедия

  • Зевс (мифология) — Зевс Зевс Бог грома и молнии, верховный бог Мифология: Древнегреческая В иных культурах: Юпитер Отец: Кронос Мать: Рея …   Википедия

  • αστραπή — Ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση ανάμεσα σε δύο νέφη ή στο εσωτερικό ενός νέφους, αλλά και γενικά το σύνολο των φωτεινών φαινομένων που προκαλούνται από ηλεκτρικές εκκενώσεις κατά τη διάρκεια καταιγίδας. Η α. εμφανίζεται συνήθως στα νέφη κατακόρυφης… …   Dictionary of Greek

  • ἀστραπαίᾳ — ἀστραπαίᾱͅ , ἀστραπαῖος of lightning fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”